ημιχόριο

ημιχόριο
το
ένα από τα δύο τμήματα του χορού στα αρχαία δράματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημιχόριο — Στην αρχαία τραγωδία και κωμωδία, ονομασία για το μισό τμήμα του χορού. Κανονικά, ο χορός εμφανιζόταν στα αρχαία έργα ως αδιαίρετο σύνολο, υπάρχουν όμως και σπάνιες περιπτώσεις στις οποίες ανώτεροι λόγοι της δράσης επέβαλαν τον χωρισμό του σε δύο …   Dictionary of Greek

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”